- στερεόμετρο
- το, Ν(φωτογραμμ.) συσκευή μέτρησης που περιλαμβάνει μικρομετρικό όργανο με τη βοήθεια τού οποίου η απόσταση μεταξύ δύο μετροδεικτών μπορεί να μεταβληθεί και έτσι να μετρηθούν οι διαφορές παραλλάξεων σε αντίστοιχα εικονοσημεία ζεύγους στερεοφωτογραφιών, αλλ. παραλλακτική ράβδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereometre (< στερεός + μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.